- μπουζουξής
- και μπουζουκτζής ο, θηλ. -ούαυτός που παίζει μπουζούκι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπουζουκτζής < μπουζούκι + -τζης (πρβλ. καφε-τζής, ταξι-τζής). Το ξ- τού μπουζουξής από απλοποίηση τού δυσπρόφερτου συμφ. συμπλέγματος κτζ-].
Dictionary of Greek. 2013.