μπουζουξής

μπουζουξής
και μπουζουκτζής ο, θηλ. -ού
αυτός που παίζει μπουζούκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπουζουκτζής < μπουζούκι + -τζης (πρβλ. καφε-τζής, ταξι-τζής). Το ξ- τού μπουζουξής από απλοποίηση τού δυσπρόφερτου συμφ. συμπλέγματος κτζ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπουζουξίδικο — το [μπουζουξής] κέντρο διασκέδασης με λαϊκή μουσική από ορχήστρα μπουζουκιών και άλλων λαϊκών μουσικών οργάνων …   Dictionary of Greek

  • φουντουξού — και φουντούκα, η, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτή που λέει ψέματα τα οποία γρήγορα αποκαλύπτονται. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φουντούκα < φουντούκι «χοντρό ψέμα», ενώ ο τ. φουντουξού < φουντούκι + κατάλ. τζού, θηλ. τής κατάλ. τζής* με απλοποίηση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”